ξέμπλεγμα

ξέμπλεγμα
τό
1) см. ξεμπέρδεμα; 2) расплетание, распускание (косы, вязанья и т. п.); расчесывание (волос)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξέμπλεγμα" в других словарях:

  • ξέμπλεγμα — το [ξεμπλέκω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεμπλέκω …   Dictionary of Greek

  • ξεσκάλωμα — το [ξεσκαλώνω] 1. απελευθέρωση πράγματος που είναι σκαλωμένο ή που έχει μπλεχτεί με ένα άλλο 2. το ξέμπλεγμα, το ξεμπέρδεμα από μία δύσκολη ή δυσάρεστη υπόθεση …   Dictionary of Greek

  • τσατσάρα — η, Ν 1. χτένα με αραιά δόντια για το ξέμπλεγμα τών μαλλιών 2. μικρή χτένα τσέπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. zazzara] …   Dictionary of Greek

  • τσουγγράνα — και τσουγκράνα και τζουγγράνα και τζουγκράνα και ζουγκράνα, η, Ν 1. γεωργικό εργαλείο με σιδερένια δόντια, προσαρμοσμένα στο άκρο ξύλινου στειλεού, το οποίο χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τού χώματος τών κήπων από πέτρες και άλλα άχρηστα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»